σκυτοδέψης

σκυτοδέψης
σκῡτοδέψ-ης, ου, ,
A leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυτοδέψης — σκῡτοδέψης , σκυτοδέψης leatherdresser masc nom sg σκυτοδεψέω dress leather imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδέψης — και σκυτόδεψος, ὁ, Α 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης 2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο… …   Dictionary of Greek

  • σκυτοδεψῶν — σκῡτοδεψῶν , σκυτοδέψης leatherdresser masc gen pl σκῡτοδεψῶν , σκυτοδέψης leatherdresser masc gen pl σκυτοδεψέω dress leather pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδέψαι — σκῡτοδέψαι , σκυτοδέψης leatherdresser masc nom/voc pl σκῡτοδέψᾱͅ , σκυτοδέψης leatherdresser masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδέψας — σκῡτοδέψᾱς , σκυτοδέψης leatherdresser masc acc pl σκῡτοδέψᾱς , σκυτοδέψης leatherdresser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδέψου — σκῡτοδέψου , σκυτοδέψης leatherdresser masc gen sg σκῡτοδέψου , σκυτοδέψης leatherdresser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικός — ή, όν, Α [σκυτοδέψης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία 2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική α) (ενν. κόπρος) η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων β) (ενν. τέχνη) η… …   Dictionary of Greek

  • σκυτοδεψώ — έω, Α [σκυτοδέψης] κατεργάζομαι σκύτη, δέρματα, είμαι βυρσοδέψης …   Dictionary of Greek

  • σκυτόδεψος — ὁ, Α βλ. σκυτοδέψης …   Dictionary of Greek

  • σκυτοδεψοί — σκῡτοδεψοί , σκυτοδέψης leatherdresser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψόν — σκῡτοδεψόν , σκυτοδέψης leatherdresser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”